pôr os cabelos em pé

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pôr os cabelos em pé → δείτε τις λέξεις pôr, os, cabelo, em και , « ορθώνω τα μαλλιά »

Συγχώνευση

[επεξεργασία]

pôr os cabelos em pé (pt)