packaging

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

packaging (en)

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

packaging (en)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
packaging < αγγλική package

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pa.ka.dʒiɳ ή pa.kɛ.dʒiɳ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
packaging packagings

packaging (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]