page
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
page | pages |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
page (en)
- η σελίδα
- ↪ We’re reading the text on page nine.
- Διαβάζουμε το κείμενο στη σελίδα εννέα.
- ↪ We’re reading the text on page nine.
- (πληροφορική) η σελίδα μνήμης
Σύνθετα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- (πληροφορική) paging
Σύνθετα[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
page (fr)