page

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
page pages

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

page (en)

  1. η σελίδα
    We’re reading the text on page nine.
    Διαβάζουμε το κείμενο στη σελίδα εννέα.
  2. (πληροφορική) η σελίδα μνήμης

Σύνθετα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • (πληροφορική) paging

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

page (fr)