paléographie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
paléographie | paléographies |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- paléographie < paléograph(e) + -ie ή νεολατινική palaeographia. Μορφολογικά αναλύεται σε paléo- (αρχαία ελληνική παλαιός) + -graphie (-γραφία, γραφή)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pa.le.ɔ.ɡʁa.fi/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]paléographie (fr) θηλυκό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- paléographie - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé