palace

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
palace palaces

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

palace (en)

  1. το παλάτι, το ανάκτορο, το οίκημα όπου διαμένει ένας βασιλιάς, ένας ηγεμόνας
    The walls of the palaces of Knossos are decorated with frescoes.
    Οι τοίχοι των ανακτόρων της Κνωσού είναι διακοσμημένοι με τοιχογραφίες.
  2. το παλάτι, το ανάκτορο, ένα πολύ πολυτελές σπίτι
    This is not a house, this is a palace.
    Αυτό δεν είναι σπίτι, είναι ανάκτορο.