palaeontologist

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
palaeontologist palaeontologists

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
palaeontologist < palaeontolog(y) + -ist. (μαρτυρείται από το 1836)[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˌpæl.i.ɒnˈtɒl.ə.dʒɪst/ (βρετανικό)
τυπογραφικός συλλαβισμός: pal‐ae‐on‐tol‐o‐gist
→ δείτε την αμερικανική προφορά με τον συλλαβισμό στο paleontologist

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

palaeontologist (en) (βρετανική γραφή)

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. paleontologist - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)