panhellénique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pa.nɛ.le.nik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
panhellénique panhelléniques

panhellénique (fr) αρσενικό ή θηλυκό