paradigm

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
paradigm paradigms
παρωχημένο: paradigma, πληθυντικός paradigmata

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
paradigm < (λόγιο δάνειο) νεολατινική paradigma < αρχαία ελληνική παράδειγμα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpæ.ɹə.daɪm/ (ΗΒ)
ΔΦΑ : /ˈpæɹ.ə.daɪm/ & /ˈpɛɹ.ə.daɪm/ (ΗΠΑ)
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
  1. αντιπροσωπευτικό υπόδειγμα, πρότυπο αναφοράς
  2. (γραμματική) πίνακας κλίσης ως κλιτικό παράδειγμα
  3. κοσμοθεωρία

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]