parallel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]parallel (en) (χωρίς παραθετικά)
- παράλληλος
- ↪ Two parallel lines never join.
- Δυο παράλληλοι δεν ενώνονται ποτέ.
- ↪ Two parallel lines never join.