paramètre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
paramètre paramètres

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

paramètre (fr) αρσενικό