parameter

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pəˈɹæm.ɪ.tə/ (ΗΒ)
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

parameter (en)

  1. η παράμετρος
  2. (πληροφορική) παράμετρος, τυπική παράμετρος
    ※  Function parameters are listed inside the parentheses (...) in the function definition. [1]
    Οι παράμετροι της συνάρτησης παρατίθενται εντός των παρενθέσεων (...) στον ορισμό της συνάρτησης.
     συνώνυμα: formal parameter

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • parameter στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. (αγγλικά) JavaScript Functions. Πρόσβαση 2021-03-09.