parasismique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pa.ʁa.sis.mik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
parasismique parasismiques

parasismique (fr) αρσενικό ή θηλυκό