pari

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pari < parier

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pa.ʁi/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pari paris

pari (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

pari (ro)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pari (fi)