parking ticket

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
parking ticket parking tickets

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
parking ticket < → δείτε τις λέξεις parking και ticket

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

parking ticket (en)

  • η κλήση, το έγγραφο από την Τροχαία, για παράνομη στάθμευση
    I got a parking ticket from the (traffic) police.
    Πήρα κλήση από την Τροχαία για παράνομη στάθμευση.

Υπερώνυμα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]