part-time
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]part-time (en) (χωρίς παραθετικά)
- μερικός, για ένα μέρος της ημέρας ή της εβδομάδας κατά την οποία οι άνθρωποι εργάζονται
- ↪ a part-time job - μερική απασχόληση
Επίρρημα
[επεξεργασία]part-time (en) (χωρίς παραθετικά)
- μερικώς, για ένα μέρος της ημέρας ή της εβδομάδας κατά την οποία οι άνθρωποι εργάζονται
- ↪ I am employed part-time.
- Απασχολούμαι μερικώς.
- ↪ I am employed part-time.