particulier

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
particulier < λατινική particularis

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /paʁ.ti.ky.lje/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό particulier particuliers
θηλυκό particulière particulières

particulier (fr)

  1. ιδιαίτερος
    étudiant donne des cours particuliers - φοιτητής δίνει ιδιαίτερα μαθήματα
    il s'agit d'un cas particulier - πρόκειται για ιδιαίτερη περίπτωση
  2. ιδιόρρυθμος
  3. συγκεκριμένος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
particulier particuliers

particulier (fr) αρσενικό

  1. ο ιδιώτης