partiel

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό partiel partiels
θηλυκό partielle partielles

partiel (fr)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
partiel partiels

partiel (fr) αρσενικό