pascal

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Pascal

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pa.skal/

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό pascal pascaux
θηλυκό pascale pascales

pascal (fr) αρσενικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pascal pascals

pascal (fr) αρσενικό

  1. (φυσική) το πασκάλ, μονάδα μέτρησης της πίεσης
    → δείτε τη λέξη  hectopascal, pascal-seconde
  2. (πληροφορική) η γλώσσα προγραμματισμού πασκάλ

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]
  1. Pascal
  2. Pascale

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • pascal στη γαλλική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γαλλική Βικιπαίδεια