passionné
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- passionné < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | passionné | passionnés |
θηλυκό | passionnée | passionnées |
passionné (fr)