pasta

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pasta (en)

  1. (αριθμητό) ζυμαρικό
  2. (μη αριθμητό) τα ζυμαρικά (γενικώς, ως είδος τροφίμων)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pasta (it) θηλυκό

  1. το γλυκό
  2. το ζυμαρικό
  3. η πάστα, η αλοιφή

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • πρώτο συνθετικό πολυλεκτικών όρων διάφορων ζυμαρικών, γλυκών και αλοιφών

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpa.sta/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pasta (pl) θηλυκό

  1. κρέμα, αλοιφή

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
pasta pastas

pasta (pt) θηλυκό

  1. η τσάντα