pastry

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
pastry pastries

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pastry (en)

  • η πάστα
    a flaky pastry - πάστα σφολιάτα
    a chocolate pastry - πάτσα σοκολάτα
    You should eat fewer pastries.
    Πρέπει να τρως λιγότερες πάστες.