pataca
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αστουριανά (ast)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pataca (ast)
- η πατάτα
Γαλικιανά (gl)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]pataca (gl)
- η πατάτα
pataca (ast)
pataca (gl)