pathétique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pa.te.tik/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pathétique pathétiques

pathétique (fr) αρσενικό ή θηλυκό