pavé

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
(µετοχή) → δείτε τη λέξη paver
(ουσιαστικό) λατινική pavimentum

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pa.ve/
 

Μετοχή

[επεξεργασία]

pavé (fr)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pavé pavés

pavé (fr) αρσενικό