pawn

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pawn pawns

pawn (en)

  1. (σκάκι) το πιόνι, ο στρατιώτης στο σκάκι
  2. το πιόνι που παρασύρεται ή ποδηγετείται από άλλους
ενεστώτας pawn
γ΄ ενικό ενεστώτα pawns
αόριστος pawned
παθητική μετοχή pawned
ενεργητική μετοχή pawning

pawn (en)