pay

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pay pays

pay (en)

  1. πληρωμή
  2. αμοιβή

Παράγωγα

[επεξεργασία]
ενεστώτας pay
γ΄ ενικό ενεστώτα pays
αόριστος paid
παθητική μετοχή paid
ενεργητική μετοχή paying
αγγλικά ανώμαλα ρήματα

pay (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) πληρώνω, δίνω σε κάποιον χρήματα για δουλειά, αγαθά, υπηρεσίες κτλ.
    How much did you pay for it?
    Πόσο το πλήρωσες;
    The repairs aren’t paid for yet.
    Οι επισκευές δεν πληρώθηκαν ακόμα.
    The power, internet, and rent are all paid.
    ΔΕΗ, ΚΟΣΜΟΤΕ, νοίκι είναι όλα πληρωμένα.
  2. (μεταβατικό) πληρώνω, δίνω σε κάποιον χρήματα που του χρωστάω
    I will pay what I owe.
    Θα πληρώσω ό,τι οφείλω.
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) πληρώνω, για έναν εργοδότη ή μια δουλειά που δίνει ένα συγκεκριμένο χρηματικό ποσό για την εργασία που κάνει κάποιος
    I am paid every Friday/on Fridays.
    Πληρώνομαι κάθε Παρασκευή.
    That’s what you are paid for!/That’s why you are paid!
    Για αυτό πληρώνεσαι!
  4. (μεταβατικό) δίνω, κάνω, χρησιμοποιείται με μερικά ουσιαστικά για να δείξω ότι δίνω ή κάνω το πράγμα που αναφέρεται
    I am paying attention.
    Δίνω προσοχή.
    We paid a visit.
    Κάναμε επίσκεψη.
    I paid him a compliment.
    Του έκανα φιλοφρόνηση.
  5. (μεταβατικό και αμετάβατο) αποφέρω, αποδίδω, παράγω κέρδος· έχει ως αποτέλεσμα κάποιο πλεονέκτημα για κάποιον
    His investments pay 10%/a good interest rate.
    Οι επενδύσεις του του αποφέρουν 10%/καλό τόκο.
    Livestock farming does not pay.
    Η κτηνοτροφία δεν αποδίδει.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη yield
  6. (αμετάβατο) πληρώνω για κάτι που έκανα, τιμωρούμαι
    He paid dearly for his recklessness.
    Πλήρωσε ακριβά την απερισκεψία του.

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]