pelvimétrie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pelvimétrie < pelvis + -métrie

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
pelvimétrie pelvimétries

pelvimétrie (fr) θηλυκό