penchant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

penchant < pencher

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό penchant penchants
θηλυκό penchante penchantes

penchant (fr)

  1. κεκλιμένος
  2. (μεταφορικά) φθίνων

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
penchant penchants

penchant (fr) αρσενικό

  1. κλίση, τάση προς κάτι