penderie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- penderie < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
penderie | penderies |
penderie (fr) θηλυκό
- το μέρος μιας ντουλάπας όπου μπαίνουν οι κρεμάστρες