penderie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
penderie < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pɑ̃.dʁi/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
penderie penderies

penderie (fr) θηλυκό