pendo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
pendo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *(s)pen(d)- (ωθώ, περιστρέφω)

pendo (la)

  1. εξετάζω
  2. εκτιμώ
  3. ζυγίζω
  4. πληρώνω

Συγγενικά

[επεξεργασία]