perceptible

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
παραθετικά
θετικός perceptible
συγκριτικός more perceptible
υπερθετικός most perceptible

Επίθετο

[επεξεργασία]

perceptible (en)



      ενικός         πληθυντικός  
perceptible perceptibles

Επίθετο

[επεξεργασία]

perceptible (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Αντώνυμα

[επεξεργασία]