permit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
permit permits

permit (en)

  • η άδεια, ένα επίσημο έγγραφο που δίνει σε κάποιον το δικαίωμα να κάνει κάτι, ειδικά για περιορισμένο χρονικό διάστημα
    No home building permits will be given for these areas.
    Δεν θα δοθούν άδειες οικοδομής οικιών σε αυτές τις περιοχές.
ενεστώτας permit
γ΄ ενικό ενεστώτα permits
αόριστος permitted
παθητική μετοχή permitted
ενεργητική μετοχή permitting

permit (en)

  1. (μεταβατικό, συνήθως στην παθητική φωνή) επιτρέπω σε κάποιον να κάνει κάτι ή επιτρέπω να συμβεί κάτι
    Smoking is not permitted.
    Δεν επιτρέπεται το κάπνισμα.
     συνώνυμα: allow
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) επιτρέπω, δίνω τη δυνατότητα
    This endowment will permit me to continue my studies.
    Αυτό το κληροδότημα θα μου επιτρέπει να συνεχίσω τις σπουδές μου.
     συνώνυμα:  allow και enable