permutabilité

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
permutabilité permutabilités

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

permutabilité (fr) θηλυκό

  • η δυνατότητα που έχει κάτι να αλλάξει θέση με κάτι άλλο

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη permuter