perruque

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pɛ.ʁyk/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
perruque perruques

perruque (fr) θηλυκό