perruque
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
perruque | perruques |
perruque (fr) θηλυκό
- η περούκα
ενικός | πληθυντικός |
perruque | perruques |
perruque (fr) θηλυκό