persévérance

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /pɛʁ.se.ve.ʁɑ̃s/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
persévérance persévérances

persévérance (fr) θηλυκό