persuasion
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
persuasion | persuasions |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]persuasion (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- (μη μετρήσιμο) η πειθώ, η ικανότητα κάποιου να πείθει
- ↪ the art of persuasion - τέχνη της πειθούς
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) οι πεποιθήσεις, σύνολο ιδεών που υποστηρίζει κάποιος ή κάποια ομάδα
- ↪ people of all religious persuasions - άνθρωποι όλων των θρησκευτικών πεποιθήσεων
Πηγές
[επεξεργασία]- persuasion - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 677, 681. ISBN 9780194325684., λήμμα: πειθώ, πεποίθηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]persuasion (fr) θηλυκό
- η πειθώ