perturbato
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος μετοχής
[επεξεργασία]perturbato (la)
- δοτική και αφαιρετική ενικού, αρσενικού ή ουδέτερου γένους του perturbatus
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]perturbato (la)
- β΄ ή γ΄ πρόσωπο ενικού προστακτικής ενεργητικού μέλλοντα του perturbo