petty cash

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
petty cash < → δείτε τις λέξεις petty και cash

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

petty cash (en) (μη μετρήσιμο)

  • τα λιανά, ένα μικρό χρηματικό ποσό
    I am 50 cents light on petty cash.
    Μου λείπουν 50 λεπτά από τα λιανά.
    I am 5 euros short on petty cash.
    Έχω 5 ευρώ έλλειμα στα λιανά.