phallocratique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
phallocratique phallocratiques

Επίθετο[επεξεργασία]

phallocratique (fr) αρσενικό ή θηλυκό