philanthrope

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fi.lɑ̃.tʁɔp/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
philanthrope philanthropes

philanthrope (fr) αρσενικό ή θηλυκό