philharmonique

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
philharmonique < philharmonie + -ique

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fi.laʁ.mɔ.nik/

Επίθετο

[επεξεργασία]

philharmonique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
philharmonique philharmoniques

philharmonique (fr) αρσενικό