phlébographie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fle.bɔ.ɡʁa.fi/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
phlébographie phlébographies

phlébographie (fr) θηλυκό

  1. η φλεβογραφία
  2. η φλεβογράφηση

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]