photon

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
photon < photo- (< φωτο-, αρχαία ελληνική φῶς) + -on (ελληνική κατάληξη ουδετέρου -ον) (μαρτυρείται από το 1916)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈfəʊ.tɒn/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

photon (en)


Ετυμολογία

[επεξεργασία]
photon < αγγλική photon

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fɔ.tɔ̃/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
photon photons

photon (fr)