photothèque

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fɔ.tɔ.tɛk/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
photothèque photothèques

photothèque (fr) θηλυκό