phyllo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

phyllo (en) ή filo (en)

  • φύλλο μαγειρικής ή ζαχαροπλαστικής

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

phyllo (fr) ή filo (fr) αρσενικό

  • φύλλο μαγειρικής ή ζαχαροπλαστικής