phytogéographie

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
phytogéographie phytogéographies

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

phytogéographie (fr) θηλυκό