pickpocket

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
pickpocket pickpockets

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pickpocket (fr) αρσενικό