picorer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

picorer (fr)

  1. τσιμπώ, τσιμπολογώ
    les poules picorent dans la bassecour - οι κότες τσιμπολογούν στο κοτέτσι