pidgin

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈpɪdʒɪn/ (βρετανική)
ομόηχο: pigeon (περιστέρι)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pidgin (en)



      ενικός         πληθυντικός  
pidgin pidgins

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pidgin (fr) αρσενικό

Σύνθετα

[επεξεργασία]