piechotą
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]piechotą < piechota
Έκφραση
[επεξεργασία]piechotą (pl)
- (επιρρηματικά) με τα πόδια
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]- tam, gdzie król chodzi piechotą: εκεί που και ο βασιλιάς πάει μόνος του (κατά λέξη: εκεί που και ο βασιλιάς πάει με τα πόδια)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]piechotą (pl)